- ευχαριστώ
- και φχαριστὼ και φχαριστάω (ΑΜ εὐχαριστῶ, -έω) [ευχάριστος]1. προσεύχομαι με ευγνωμοσύνη2. (κυρίως για θρησκευτικές τελετές) προσφέρω κάτι σε ένδειξη ευγνωμοσύνηςνεοελλ.1. παρέχω σε κάποιον ευχαρίστηση, τέρψη, ψυχική ικανοποίηση («μ' ευχαρίστησες μ' αυτό που είπες»)2. μέσ. ευχαριστούμαι και ευχαριστιέμαι και φχαριστιέμαια) αισθάνομαι ευχαρίστηση, ικανοποιούμαι, αρέσκομαιβ) δέχομαι με ευχαρίστησηγ) ανέχομαι3. (η μτχ. ως επίθ.) ευχαριστημένος, -η, -οα) ευχάριστος, ευάρεστοςβ) ευτυχισμένοςγ) ικανοποιημένος, αυτάρκης4. (το α' εν. οριστ. ως επιφών.) ευχαριστώέκφραση ευγνωμοσύνης για ευχή ή φιλόφρονη προσφορά («πώς είστε στην υγεία σας;» «Καλά, ευχαριστώ»)νεοελλ.-μσν.1. εκφράζω τις ευχαριστίες μου σε κάποιον2. (το ουδ. τής μτχ. στον πληθ. ως επίρρ.) ευχαριστημέναμε ευχαρίστηση, ικανοποίησημσν.λέω ευχαριστήρια προσευχή πριν ή μετά το φαγητόαρχ.1. παρέχω χάρη ή υπηρεσία σε κάποιον, γίνομαι ευχάριστος, υποχρεώνω κάποιον με μια ενέργεια ή με την ανοχή μου2. ευγνωμονώ, οφείλω χάρη («καὶ διὰ τὶ ὁ λόγος... σὰρξ ἐγένετο καὶ ἔπαθεν εὐχαριστεῑν»)3. παθ. εὐχαριστοῡμαιγίνομαι δεκτὸς με ευχαριστίες4. (για τη θεία ευχαριστία)ευλογώ τον άρτο και τον οίνο5. παρακαλώ, δέομαι.
Dictionary of Greek. 2013.